- βολόμετρο
- Όργανο για τη μέτρηση της ακτινοβολούμενης ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας. Η αρχή στην οποία βασίζεται το β. είναι απλή: η ακτινοβολούμενη ενέργεια, καθώς απορροφάται τελείως από ένα λεπτότατο έλασμα (πλατίνη ή μαγκανίνη) καλυμμένο από αιθάλη, προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας. Οι μεταβολές αυτές της θερμοκρασίας μπορούν να μετρηθούν εμμέσως από τις μεταβολές της ηλεκτρικής αντίστασης του ελάσματος, όταν αυτό τοποθετηθεί σε έναν κλάδο μιας γέφυρας Γουίτστον, ή από τις μεταβολές της ηλεκτρικής αντίστασης ενός άλλου μεταλλικού ελάσματος που θερμαίνεται από το πρώτο. Η μεταβολή της θερμοκρασίας του ελάσματος του β. μπορεί ακόμα να μετρηθεί (με γαλβανόμετρο) από τη μεταβολή της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος που παράγεται από ένα θερμοηλεκτρικό ζεύγος, οι συναρμογές του οποίου είναι τοποθετημένες μπροστά στο έλασμα.
Το όργανο αυτό, που το επινόησε γύρω στο 1880 ο Αμερικανός φυσικός και αστρονόμος Σάμουελ Πίρποντ Λάνγκλεϊ (1834-1906), είναι ευαίσθητο σε μεταβολές θερμοκρασίας έως την τάξη του δεκάκις χιλιοστού του βαθμού Κελσίου. Το β. επέτρεψε την ανακάλυψη της αόρατης περιοχής του φάσματος πέρα από το ερυθρό χρώμα, που ονομάστηκε αργότερα υπέρυθρο.
Στην τεχνική της ηλεκτρονικής, το β. χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των ηλεκτρικών ρευμάτων (ακόμα και σε ραδιοσυχνότητες) χαμηλής έντασης. Το ρεύμα, του οποίου πρόκειται να μετρηθεί η ένταση, υποχρεώνεται να περάσει από δύο λεπτότατα σύρματα βολφραμίου, που συνδέονται παράλληλα σε έναν κλάδο μιας γέφυρας Γουίτστον. Η μέτρηση της μεταβολής της ηλεκτρικής αντίστασης, εξαιτίας της μεταβολής της θερμοκρασίας των συρμάτων (φαινόμενο Τζάουλ), δίνει εμμέσως τη μεταβολή της έντασης του ρεύματος. Ιδιαίτερα χρήσιμο στην αστρονομία, για τη μελέτη της σύνθεσης των αστρικών φασμάτων, το β. φτάνει να χρησιμοποιείται και ως όργανο μέτρησης θερμοκρασιών στους ηλεκτρικούς φούρνους, που φτάνουν πάνω από 1.100°C, όπως οι φούρνοι των κεραμικών προϊόντων.
Ο Άρτουρ Σοπενχάουερ θεωρείται εμπνευστής του ηθικού βιλονταρισμού.
ΒΟΛΤΟΜΕΤΡΟ
Dictionary of Greek. 2013.